- κοσμικοί
- κοσμικόςof the worldmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
Λουίνι, Μπερναρντίνο — (Bernardino Luini, ; – Μιλάνο 1532). Ιταλός ζωγράφος. Διαμόρφωσε τα βασικά χαρακτηριστικά της τεχνικής του στη σχολή του Βιντσέντσο Φόπα και του Αμπρόζιο ντα Φοσάνο, ενώ επηρεάστηκε περισσότερο από τον Μπραμάντε και λιγότερο από τον Λεονάρντο ντα … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek
Τερτιάριοι — Μοναχοί, που ανήκουν στο λεγόμενο τρίτο τάγμα της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας, που ιδρύθηκε τον 13o αι. Ο όρος είναι ελληνικός και αποδίδει το λατινικό tertius ordo de poenitentia. Το τρίτο τάγμα ιδρύθηκε για όλους εκείνους, που για κάποιο λόγο δεν… … Dictionary of Greek
κοσμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο: Το σύγγραμμμα αυτό αναφέρεται στο κοσμικό σύστημα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις καλές τάξεις της κοινωνίας: Τη χαρακτηρίζουν κοσμικοί τρόποι. 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)